ἀπολογίαν

ἀπολογίαν
ἀπολογίᾱν , ἀπολογία
speech in defence
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • отъвѣтъ — ОТЪВѢТ|Ъ (611), А с. 1.Ответ на вопрос, разъяснение: Аѳанасиеви ѿвѣти. противѹ нанесеныимъ ѥмѹ отьвѣтомъ. ѿ нѣкыхъ правовѣрьныихъ. о различьныхъ главизнахъ. (ἀποκρίσεις) Изб 1076, 114 об.; и ѥлико ѹбо наказани˫а сѹть. и ѥлико ѹставьна˫а. и ѥлико… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Apologetik — (aus dem griechischen ἀπολογία apologia, „Verteidigung, Rechtfertigung“) bezeichnet die Verteidigung einer (Welt )Anschauung, insbesondere die wissenschaftliche Rechtfertigung von Glaubens Lehrsätzen, und den Teilbereich der Theologie, in dem man …   Deutsch Wikipedia

  • Apologetismus — Apologetik (aus dem griechischen ἀπολογία apologia – „Verteidigung“, „Rechtfertigung“) bezeichnet die Verteidigung einer (Welt )Anschauung, insbesondere die wissenschaftliche Rechtfertigung von Glaubens Lehrsätzen, und den Teilbereich der… …   Deutsch Wikipedia

  • Christliche Apologie — Apologetik (aus dem griechischen ἀπολογία apologia – „Verteidigung“, „Rechtfertigung“) bezeichnet die Verteidigung einer (Welt )Anschauung, insbesondere die wissenschaftliche Rechtfertigung von Glaubens Lehrsätzen, und den Teilbereich der… …   Deutsch Wikipedia

  • отъвѣщаниѥ — ОТЪВѢЩАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Ответ: и многашьды ˫а всь д҃нь въпрошахѹ. и ѿвѣщани˫а ѿ нихъ не ѹлѹчиша. ПрЛ 1282, 121а. 2. Ответ на Страшном суде: се же при˫а. и овѣмъ прежнимъ трудникомъ и приставнико(м) бытью. овѣмъ же вчинитисѧ вторыми… или невѣдью …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ενυφαίνω — (AM ἐνυφαίνω) υφαίνω (κεντώ) κάτι μέσα σε μια υφαντική ύλη, παρεμβάλλω σχέδια, χρώματα κ.λπ. κατά την ύφανση («θώρηκα... ζῴων ἐνυφασμένον συχνῶν», Ηρόδ.) μσν. εισάγω, υποβάλλω («ἀπολογίαν ἐνυφαίνει τῷ συγγράμματι», Φώτιος) αρχ. 1. υφαίνω σ έναν… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • Ευνόμιος — (333 – 393; μ.Χ.). Αρειανός επίσκοπος Κυζίκου και ρήτορας. Δάσκαλός του στη θεολογία ήταν ο αρειανός Αέτιος. Εξαιτίας των φρονημάτων υπέρ του αρειανισμού εκδιώχθηκε από την επισκοπή. Το 383 παρέδωσε μία έκθεση πίστης στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο,… …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος ο Ουγγροβλαχίας — (Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός, Μυτιλήνη 1766 – Πίζα, Ιταλία 1828). Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1810 15). Υπήρξε λόγιος, δραστήριος πνευματικός και πολιτικός παράγοντας κατά την προεπαναστατική περίοδο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”